- ἠρᾶτο
- ἀράομαιpray toimperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic)ἐράομαιloveimperf ind mp 3rd sgἐράω 1loveimperf ind mp 3rd sgἐράω 2pour forthimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἤρατο — ἤρᾱτο , ἀρέομαι plup ind mp 3rd sg (attic) αἴρω attach plup ind mp 3rd pl (epic) ἤ̱ρατο , αἴρω attach aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) ἔραμαι love imperf ind mp 3rd sg ἤρᾱτο , ἐράομαι love plup ind mp 3rd sg (attic) ἤρᾱτο , ἐράομαι love… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾔρατο — αἴρω attach plup ind mp 3rd pl (epic) ᾔρᾱτο , εἰρέω say plup ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρᾶθ' — ἠρᾶτο , ἀράομαι pray to imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) ἠρᾶτο , ἐράομαι love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτο , ἐράω 1 love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε , ἐράω 1 love imperf ind act 2nd pl ἠρᾶτο , ἐράω 2 pour forth imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρᾶτ' — ἠρᾶτο , ἀράομαι pray to imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) ἠρᾶτο , ἐράομαι love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτο , ἐράω 1 love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε , ἐράω 1 love imperf ind act 2nd pl ἠρᾶτο , ἐράω 2 pour forth imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾔρατ' — ᾔρατο , αἴρω attach plup ind mp 3rd pl (epic) ᾔραται , αἴρω attach perf ind mp 3rd pl (epic) ᾔρᾱτο , εἰρέω say plup ind mp 3rd sg (attic) ᾔρᾱται , εἰρέω say perf ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤρατ' — ἤρᾱτο , ἀρέομαι plup ind mp 3rd sg (attic) ἤρᾱται , ἀρέομαι perf ind mp 3rd sg (attic) ἤρατο , αἴρω attach plup ind mp 3rd pl (epic) ἤ̱ρατο , αἴρω attach aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) ἤ̱ρατε , αἴρω attach aor ind act 2nd pl (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγεθουργία — μεγεθουργία, ἡ (Α) η επιχείρηση και εκτέλεση μεγάλων έργων («οὐ γὰρ δὴ θνητή γε φύσις οὖσα τοσόνδ ἂν ἤρατο μεγεθουργίας», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρχ. μεγεθουργός] … Dictionary of Greek
τοι — (I) Α (μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό συμπέρασμα: λοιπόν, επομένως, όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται ἀνήρ», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα… … Dictionary of Greek